ράχεις

ράχεις
ῥάχεις
ῥάχις
the lower part of the back: fem nom /voc pl (attic epic ionic )
ῥάχις
the lower part of the back: fem nom /acc pl (attic ionic )

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ῥάχεις — ῥάχις the lower part of the back fem nom/voc pl (attic epic ionic) ῥάχις the lower part of the back fem nom/acc pl (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

  • CASTULO — urbs olim Episcopalis, nunc pagus Hispaniae Tarraconens. Appiano, Καςτόλων, Strahoni corrupte Κλάςτων, et Καςτάων, et Καίτουλον. Artemidoro, Polybio et Stephano Καςτάλων. Eius meminit Silius, l. 3. v. 30. Castulo Phoebei servat cognomina vatis.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μεσοωκεάνιος — α, ο φρ. «μεσοωκεάνιες ράχεις» (γεωλ. ωκεαν.) συνεχείς υποθαλάσσιες οροσειρές που διασχίζουν τους πυθμένες όλων τών ωκεανών φθάνοντας σε συνολικό μήκος 80.000 περίπου χιλιομέτρων …   Dictionary of Greek

  • νησί — Τμήμα ξηράς που περιβάλλεται από νερά, είτε ωκεανού είτε θάλασσας, λίμνης ή ποταμού. Διακρίνουμε ένα ν. από μια ήπειρο από το μέγεθος: π.χ. η Γροινλανδία είναι νησί, ενώ η Αυστραλία θεωρείται ήπειρος. Στις συστηματικές ταξινομήσεις των νησιών… …   Dictionary of Greek

  • ράχη — Oνομασία 9 οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά του βάλτου της Βίγλας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (10τ. χλμ.). 2. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ.),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”